αλλαξοπιστίζω

αλλαξοπιστίζω
η [αλλαξόπιστος]
αλλαξοπιστώ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλλαξόπιστος — η, ο αυτός που άλλαξε πίστη, που απαρνήθηκε την παραδεδομένη θρησκεία, ο εξωμότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + πίστη. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοπιστία, αλλαξοπιστίζω, αλλαξοπιστώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”